- πλουβιανός
- (pluvianus aegyptius). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Γλαρεολιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων, γνωστό με το κοινό όνομα φύλακας του κροκόδειλου. Έχει συνολικό μήκος είκοσι περίπου εκ. και πτέρωμα με άσπρες, μαύρες, καφέ και σταχτιές αποχρώσεις. Ο π., που είναι διαδομένος στα εσωτερικά νερά της Αφρικής, από τη Σενεγάλη έως την Αιθιοπία και από το Ζαΐρ έως την Αγκόλα, έχει μεγάλη οικειότητα με τους κροκοδείλους, στις ράχες των οποίων ζει για να τρώει τα παράσιτα, και δεν διστάζει ακόμα και να μπει στο στόμα τους για να φάει τα υπολείμματα της τροφής που έχουν μείνει στα δόντια τους· συχνά τρέφεται και από μαλάκια και αρθρόποδα, τα οποία βρίσκει στις όχθες λιμνών, ποταμών και τελμάτων.
* * *ο, Νζωολ. γένος παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών που έχουν μακριές φτερούγες, απαντούν στις ὁχθες τού Νείλου και ζουν συμβιωτικά με τους κροκοδείλους τού ποταμού, ενώ με τις φωνές τους προειδοποιούν για επερχόμενους κινδύνους.
Dictionary of Greek. 2013.